- φιλομμηδής
- -ές, Αβλ. φιλομειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλομμηδέα — φιλομμειδής laughter loving neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φιλομμειδής laughter loving masc/fem acc sg (epic ionic) φιλομμηδής neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φιλομμηδής masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek